καλύπτρα

καλύπτρα
η
1) покрывало; головной платок; 2) вуаль; вуалетка; 3) паранджа; 4) церк, клобук (монаха)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καλύπτρα" в других словарях:

  • καλύπτρα — καλύπτρᾱ , κάλυπτρα veil fem nom/voc/acc dual καλύπτρᾱ , καλύπτρα fem nom/voc/acc dual (ionic) καλύπτρᾱ , καλύπτρα fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτρᾳ — καλύπτρᾱͅ , κάλυπτρα veil fem dat sg (attic doric aeolic) καλύπτραι , καλύπτρα fem nom/voc pl (ionic) καλύπτρᾱͅ , καλύπτρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλυπτρα — veil fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτρα — η (AM καλύπτρα, Α ιων. τ. καλύπτρη) [καλύπτω] 1. αυτός που καλύπτει, που σκεπάζει κάτι, το κάλυμμα 2. τεμάχιο λεπτού υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, βέλο («ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • καλύπτρα — η τεμάχιο υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, φερετζές: Τι τη φορείς αυτήν την καλύπτρα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλύπτρας — καλύπτρᾱς , κάλυπτρα veil fem acc pl καλύπτρᾱς , κάλυπτρα veil fem gen sg (attic doric aeolic) καλύπτρᾱς , καλύπτρα fem acc pl (ionic) καλύπτρᾱς , καλύπτρα fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτραι — καλύπτρᾱͅ , κάλυπτρα veil fem dat sg (attic doric aeolic) καλύπτρα fem nom/voc pl (ionic) καλύπτρᾱͅ , καλύπτρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτραις — κάλυπτρα veil fem dat pl καλύπτρα fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτραν — καλύπτρᾱν , καλύπτρα fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτρης — κάλυπτρα veil fem gen sg (epic ionic) καλύπτρα fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτρῃ — κάλυπτρα veil fem dat sg (epic ionic) καλύπτρα fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»